νυκταλός

νυκταλός
νυκταλός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νυκταλός — νυκταλός, ή, όν (Α) (εσφ. γρφ.) νυσταλέος …   Dictionary of Greek

  • νύκταλος — ο ζωολ. γένος μικροχειρόπτερων νυχτερίδων τής οικογένειας vespertilionidae …   Dictionary of Greek

  • νυχτερίδα — Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά… …   Dictionary of Greek

  • βεσπερτιλιονίδες — (vespertilionidae). Οικογένεια χειροπτέρων θηλαστικών της τάξης των μικροχειροπτέρων, στην οποία ανήκουν και οι νυχτερίδες. Χαρακτηριστικό των β. είναι η έλλειψη δερματικής πτυχής στη μύτη, τα μεγάλα τους αφτιά, τα μικρά και πλατιά φτερά τους και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”